- λιχνιστικός
- η , ό[ν] относящийся к веянию, провеиванию (зерна)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιχνιστικός — ή, ό [λιχνιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα ή ο κατάλληλος για το λίχνισμα («λιχνιστική μηχανή») … Dictionary of Greek
λικμητικός — ή, ό (AM λικμητικός, ή, όν) [λικμώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα, λιχνιστικός, κατάλληλος για λίχνισμα («λικμητικὸν πτύον», Ευστ.) … Dictionary of Greek